εκμηδενίζω

εκμηδενίζω
1. καθιστώ κάτι ίσο με το μηδέν, εξαφανίζω («εκμηδενίζω τις πιθανότητες για οικονομική ανάκαμψη»)
2. αχρηστεύω τελείως («εκμηδένισε τους αντιπάλους του»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκμηδενίζω — εκμηδενίζω, εκμηδένισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκμηδενίζω — εκμηδένισα, εκμηδενίστηκα, εκμηδενισμένος, μτβ., κάνω κάτι ίσο με το μηδέν ή ανύπαρκτο, εξαφανίζω: Η τηλεφωνία εκμηδένισε τις αποστάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξουδετερώνω — 1. εκμηδενίζω, ματαιώνω με ενέργειά μου, την ενέργεια κάποιου άλλου 2. εκμηδενίζω, καθιστώ κάποιον τελείως ακίνδυνο 3. μεταβάλλων όξινη ή αλκαλική ουσία σε ουδέτερη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τύπο της εξουδετερώ μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ.… …   Dictionary of Greek

  • παρεξουδενώ — έω, Α 1. παρεξουθενώ*. θεωρώ κάτι μηδαμινό 2. εκμηδενίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξουδενῶ «εξευτελίζω, εκμηδενίζω»] …   Dictionary of Greek

  • απομαγνητίζω — μειώνω ή εκμηδενίζω τον μαγνητισμό …   Dictionary of Greek

  • διαλύω — (Α διαλύω) 1. αποσυνθέτω, λύω ή χωρίζω κάτι στα μέρη που τό συνθέτουν 2. απομακρύνω, διαχωρίζω ανθρώπους, τους διασκορπίζω 3. διασκορπίζω πρόσωπα που αποτελούν ενιαίο σύνολο, λ.χ. διαδήλωση 4. θέτω τέρμα στη λειτουργία εταιρείας, επιχείρησης κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • εκκόπτω — (AM ἐκκόπτω) αποκόπτω, κόβω και αφαιρώ («εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῡ», ΚΔ) αρχ. μσν. 1. δίνω τέλος 2. διακόπτω κάποιον που μιλάει 3. (για συζήτηση) σταματώ 4. (για χρόνο) αφαιρώ 5. (για εισφορά) καταργώ 6.… …   Dictionary of Greek

  • εκτέμνω — (AM ἐκτέμνω) 1. (για δέντρα) κόβω και βγάζω από τη γη 2. αφαιρώ, στερώ, εκμηδενίζω, καταστρέφω μσν. «μακρὰν ἐκτέμνω ὁδόν» διανύω (Γ. Πισίδ.) αρχ. 1. κόβω, αφαιρώ 2. (για γιατρό) κόβω ένα άρρωστο μέρος ή μέλος τού σώματος 3. (για μαλλιά) κουρεύω,… …   Dictionary of Greek

  • εναπολαμβάνω — ἐναπολαμβάνω (Α) 1. περιλαμβάνω μέσα σε κάτι, εγκλείω, περικλείω κάπου («καὶ δεικνύντες ώς ἰσχυρός ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῑς κλεψύδραις», Αριστοτ.) 2. παθ. συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι 3. αστρολ. εκμηδενίζω με αντίθετη επίδραση …   Dictionary of Greek

  • εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”